- κῳδιοφόρος
- κῳδιοφόρος, ον,A clad in sheepskin, Str.17.2.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κωδιοφόρος — κωδιοφόρος, ον (Α) αυτός που φορά δέρμα προβάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώδιον + φόρος (< φέρω)] … Dictionary of Greek